Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτημέρη — και τριτημέρᾳ Α βλ. τριθημέρῃ … Dictionary of Greek
τριθημέρη — και τριτημέρῃ και τριτημέρᾳ Α επίρρ. πριν από τρεις ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο < τρίτη + ἡμέρα] … Dictionary of Greek